DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slùtare n ~n; pl. ~, best. pl. slutarna
cultur., earth.sc. διάφραγμα f; διάφραγμα ανοίγματος και κλεισίματος του φακού; κλείστρο m; φωτοφράκτης m
el. κλείστρο φωτεινότητας