DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
slits n ~en ~ar
commun. ακτινοβολητής σχισμής; σχισμοακτινοβολητής
construct. αποστραγγιστήριοι οπαί; μπαρμπακάνες; εγκοπή οριζοντίας θωρακικής επενδύσεως
el. σχισμή
industr., construct. εντομή; κοίλωμα; φρεζαρισμένη οπή; εντορμία f; μόρσο; σκάρτσα f
slitsår n
gen. διάσχιση
slìta v
gen. μοχθώ