DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slirskydd n ~et; pl. ~
forestr. αντιολισθητική διάταξη; βοηθήματα πρόσφυσης (αντιολισθητικές αλυσίδες); αλυσίδα f (αντιολισθητική); αντιολισθητικές αλυσίδες
industr., construct. αντιολισθητική συσκευή
transp. προστασία από ολίσθηση και εκτροχίαση