DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slíper [sli´per] n ~n sliprar
forestr. στρωτήρας f (ξυλεία σιδηροδρόμου)
transp., met. στρωτήρ m; στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών