DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
sliror n
industr., construct., chem. γραμμή διαχωρισμού επαλλήλων εφυαλωμάτων
industr., construct., met. σχοινία f; λεπτά σχοινιά
slìra v
industr., construct., chem. Γραμμές λερώματος
industr., construct., met. ανομοιογένεια; λεπτή κλωστή; λεπτό νήμα; ανομοιογενής λωρίδα
transp. ολίσθηση τροχών