DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slìpa v
industr., construct., mech.eng. τρίβω με γυαλόχαρτο; τρίβω με σμυριδόχαρτο; ακονίζω
met. λειαίνω; τροχίζω
met., mech.eng. αλέθω; λειαίνω με τόρνο; τρίβω