DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slìnga v
el. βρόχος; κλειστό κύκλωμα
IT "βραχυκυκλωμένη" ζεύξη; δίκτυο βρόχου; ζεύξη βρόχου; κατασκευή ανακύκλωσης
med. βρόγχος
tech., industr., construct. θηλιά νήματος
textile θηλειά