DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slangledning n ~en ~ar
gen. εύκαμπτος σωλήνας
mater.sc. εγκατάσταση σε σειρά
nat.sc., transp., tech. εύκαμπτη σωλήνα; εύκαμπτος αγωγός