DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slam [slam´] n ~men ~mar
gen. ιλύς ίζημα
construct. αφρός σκυροδέματος; έκκριμα σκυροδέματος
earth.sc., mech.eng. λάσπη; ακαθαρσίες και λάσπη
el. πολτός m
environ. ιλύς (ίζημα)
environ., industr. ιλύς λυμάτων καθαρισμού; ίλυς προερχόμενη από εργασίες βυθοκόρησης; ίλυς προερχόμενη από εργασίες καθαρισμού; ιλύς καθαρισμού
environ., nucl.phys. κατακάθημα f
industr., construct., met. βούρκος
life.sc., agric. υλικόν εμφράξεως σχισμών
slam- n
nat.sc., agric. βενθικοί οργανισμοί