DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slagseghet n
chem. δοκιμή αντίστασης με την μέθοδο "μπίλια"
met. αντοχή σε κρούση ράβδου με εγκοπές; κρούση
nat.sc. αντοχή στην κρούση