DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slaglängd n ~en ~er
earth.sc., mech.eng. διαδρομή εμβόλου
el. χειρισμός ενός διακόπτου πλήκτρου
mater.sc. διαδρομή
met. βήμα περιέλιξης; μήκος παλινδρόμησης
tech., industr., construct. διαδρομή νήματος
transp., industr. ελεύθερη διαδρομή