DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slaghållfasthet n ~en
gen. αντίσταση έναντι κρούσης; αντοχή σε κρούση; κρουστική αντοχή
nat.sc. αντοχή στην κρούση
tech. αντίσταση στην κρούση