DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slàgg n ~en el. ~et
environ. σκωρία f; σκωρία μεταλλεύματος
industr. σκουριά; σκωρία πυθμένα κλιβάνου
met. αφρός κασσίτερου; οξείδια κασσίτερου; σκουριά συγκόλλησης