DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slàg n ~et; pl. ~
gen. είδος; πλήγμα
life.sc. αρμοί
mech.eng. διαδρομή
mech.eng., construct. έννοια συστροφής κλώνων
mech.eng., el. παλινδρόμηση πτερυγίων κάθετη προς τη ροή
met., construct. κρούση
tech., industr., construct. διαδρομή οδηγού νήματος
transp. διάκλαση; ρωγμή
slàg vid avverkning n
forestr. θυμωνιά f; δεμάτι