DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slöserí [-eri´] n ~et ~er
gen. σπατάλη
environ. αποβαλλόμενα ύδατα; απόβλητα f; απώλεια m; αποβαλλόμενα ύδατα/απώλεια/απόβλητα