DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slö̀ja v
gen. αποκρύπτω
agric. προστατευτική καλύπτρα μελισσοκόμου
chem. μαύρισμα; θαμπάδα
earth.sc., life.sc. ομίχλη; ομίχλιασμα