DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slǻtter [slåt´er] n ~n slåttrar
agric. κοπή; χορτοκοπή
environ. θερισμός m; χορτοκοπή/θερισμός
slä̀tt n ~en ~er
earth.sc., agric. πεδινή περιοχή; κάμπος
econ. πεδιάδα f
environ. πεδινή έκταση; πεδιάδα/πεδινή έκταση