DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
släpring n
el. δακτύλιος συλλέκτη
mech.eng., el. δαχτυλίδι συλλέκτη; συλλεκτικός δακτύλιος; συλλέκτης m; συλλέκτης με δακτύλιους