DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
släck v
commun., dat.proc. σήμα απάλειψης
slä̀cka v
gen. σβήνω
industr., construct., chem. Διακοπή ροής γυαλιού
industr., construct., met. σβήσιμο κλιβάνου
släckande v
commun., earth.sc. εξασθένηση