DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
slä̀tt n ~en ~er
earth.sc., agric. πεδινή περιοχή; κάμπος
econ. πεδιάδα f
environ. πεδινή έκταση; πεδιάδα/πεδινή έκταση
slä̀t adj. ~t ~a
gen. λείος
industr., construct., met. γκέτο μη διακοσμημένο