DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slä̀ktskap n ~et el. ~en; pl. ~ el. ~er
econ. συγγένεια m
IT, el. συσχέτιση; σχέση
law, social.sc. σχέση συγγένειας; καταγωγή; συγγένεια προς το τέκνο