DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slä̀de n ~n slädar
fish.farm. έλκηθρο
industr., construct. φορείο m
mech.eng. εργαλειοφορείο; σώμα εργαλειοφορείου; εργαλειοφορείο σε έδρα; διαμήκης γλύστρα; ολισθητήρας βάσης
met. μετακινούμενο φορείο