DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skyttel [∫yt`el el. ∫yt´el] n ~n skyttlar
chem. φορέας οδηγού νήματος; φορέας σαϊτας
industr., construct. Mηχανισμός κοπής; σαϊτα f