DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skyddsräcke n ~t ~n
construct. στηθαίο ασφαλείας; κιγκλίδωμα; κιγκλίδωμα προστασίας; μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας; προστατευτικό κιγκλίδωμα
transp. προστατευτικόν κιγκλίδωμα