DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skyddshandskar n
lab.law. εξοπλισμός για την προστασία του δέρματος; γάντια ασφαλείας
skyddshandske n ~n -handskar
health. προστατευτικό γάντι; προστατευτικά γάντια; δερμάτινη προστατευτική λαβή; μάνικα f