DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skydd n ~et; pl. ~
gen. προστασία m
earth.sc., mech.eng. προφυλακτήρας f
el. προστατευτικό κάλυμμα; καλύμματα f
environ. κατάλυμα f; καταφύγιο m; κέντρο περίθαλψης; κλωβός m; υπόστεγο m; συντήρηση; διατήρηση; υπεράσπιση; νησίδα f; διάταξη θωράκισης; συντήρηση/διατήρηση; κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγο
transp., environ. προφύλαξη
transp., industr., construct. τάπητας-κάλυμμα f