DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skùld n ~en ~er
econ. οφειλή
environ. χρέος m
fin. παθητικό m
fin., account. καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια; εξωτερικά δάνεια; εξωτερικά κεφάλαια
law ενοχή