DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skred n ~et; pl. ~
gen. κατολίσθηση ιλύος; κατολίσθηση
earth.sc. κατολίσθησηεδάφους
life.sc. κατολίσθησις m; εδαφοστιβάς m
life.sc., agric. Κατολίσθηση
life.sc., construct. κατολίσθησις δι'αποκολλήσεως