DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skràpa v
gen. ξύνω
fish.farm. δράγα σκάφους; δράγα
industr. αποξέστης δρόμων; μηχανή αναμόχλευσης
met. επεξεργάζομαι την επιφάνεια καλουπιού