DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skrä̀p n ~et
gen. σκουπίδια m
comp., MS ανεπιθύμητη αλληλογραφία
industr., construct. καθάρισμα f; σκούπισμα
transp., environ. υπολείμματα σε τροχιά; συντρίμμια σε τροχιά