DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
skott [skåt´] n ~et; pl. ~
gen. πυροβολισμός m; βολή
agric. κληματίδα f; παραφυάς
chem. αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο
earth.sc., agric. βέργα
environ. μόσχευμα; μόσχευμα φυτικός πολλαπλασιασμός
industr., construct. ιριδίζουσα ύφανση
life.sc. βλαστός m; επίγειο τμήμα
met., mech.eng. έγχυση
tech., industr., construct. υφαδιά
transp., avia. Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα; διάφραγμα f
skö̀ta v
gen. νοσηλεύω