| |||
πυροβολισμός m; βολή | |||
κληματίδα f; παραφυάς | |||
αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο | |||
βέργα | |||
μόσχευμα; μόσχευμα φυτικός πολλαπλασιασμός | |||
ιριδίζουσα ύφανση | |||
βλαστός m; επίγειο τμήμα | |||
έγχυση | |||
υφαδιά | |||
Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα; διάφραγμα f | |||
| |||
νοσηλεύω |