DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skogsvårdslagen n
law, agric. δασική νομοθεσία; δασικό δίκαιο
skogsvårdslag n ~en ~ar
environ. νόμος νομοθεσία περί δασοκομίας; νόμος νομοθεσία περί δασοκομίας
law, agric. Δασικός κανονισμός