DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skògvaktare n ~n; pl. ~, best. pl. -vaktarna
agric. ορκωτός επόπτης υλοτομίας; δασικός υπάλληλος
econ. δασοφύλακας
forestr. ειδικευμένος δασεργάτης