DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skògsodling n ~en ~ar
gen. δάσωση,δενδροφύτευση
agric. περίοδος εμφυτεύσεως; δημιουργία πολυετών δασών; τεχνητή αναγέννησις
environ. αναδάσωση
forestr. δάσωση μιας περιοχής που δεν προϋπήρχε δάσος