DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skiss [skis´] n ~en ~er
construct. προκαταρκτικές μελέτες; αναγνωριστική έκθεση; μελέτη σε στάδιο γενικού σχεδίου ανάπτυξης
el. περίγραμμα f
industr., construct. σκίτσο μόδας
mater.sc., construct. κάνω σκαρίφημα; περίγραμμα σχεδίου; σκίτσο; σκιαγράφημα σχεδίου
nat.sc. σκαρίφημα