DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skikt n ~et; pl. ~
gen. στιβάδα f
agric. όροφος δασοσυστάδος
chem., met. επίχρισμα f
construct. φυλλαράκι; στρώμα,στρώσις f
earth.sc. θήκη; περίβλημα f; περικάλυμμα; στρώση
industr., construct. στρώση αντεπικολλητής ξυλείας; στρώση κόντρα πλακέ
met. στοιβάδα f
stat., commun., scient. στρώμα f
transp., industr. ενισχυτικό πλέγμα
N-skikt n
IT στρώμα Ν