DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | verb
skìva v
gen. δίσκος γραμμοφώνου
econ. δίσκος
el. φέτα; πλάκα; κόβω σε φέτες; φετοποιώ; δίσκος πυριτίου; δισκίο
industr., construct., chem. υαλόπλακα
industr., construct., met. κομμάτι; φύλλο
skiver v
industr., construct. πριονισμένο