DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skìktning n ~en ~ar
environ. διαστρωμάτωση
life.sc., agric. στρωματισμός m
met. διαχωρισμός σε φύλλα; αναδίπλωση της επικάλυψης
stat. στρωματοποίηση