DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skepp n ~et; pl. ~
agric. είδος θερμοκηπίου με διπλή πλευρά
agric., mech.eng. ψυκτήρας f
chem. βάρκα f; λέμβος m; σκαφίδιο m; σκαφοειδές χωνευτήρι
construct. φάτνωμα f; διαμήκες τμήμα κτιρίου
el. λέμβος φούρνου; φορέας φετών
environ. πλοίο m