DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skattemyndigheterna n
law, tax. φορολογική αρχή; δημοσιονομική αρχή; εφορία f; φορολογικές αρχές
skattemyndighet n ~en ~er
econ. οικονομική εφορία
law, tax. δημοσιονομική αρχή; εφορία f; φορολογικές αρχές; φορολογική αρχή
tax. φορολογική υπηρεσία
skattemyndigheter n
fin. εφορία f; φορολογική διοίκηση