DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skattelättnad n ~en ~er
econ. έκπτωση φόρου
tax. φορολογικές ελαφρύνσεις; μείωση των φόρων; φορολογική ελάφρυνση; φορολογικό πλεονέκτημα; φορολογική έκπτωση; φορολογική απαλλαγή