DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skarvplåt n
construct. έλασμα σφιγκτήρα
mech.eng., construct. αμφιδέτης; συνδετική πλάκα
met. αρμοκαλύπτρα f; αρμοκαλύπτρα κορμού; αρμοκάλυμμα; αρμοκάλυμμα κορμού; αρμοκάλυπτρο