DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skaft n ~et; pl. ~
gen. λαβή
construct. σώμα f; κορμός m
fish.farm. λαβή αγκιστριού
leath. φορτάκι; φτέρνα f
mech.eng. ακοχλιοτόμητο μέρος; ελεύθερο μέρος