DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skàl n ~et; pl. ~
agric. φλοιός m; φλούδα f; φλούδι
comp., MS εμφάνιση
earth.sc., mech.eng. εξωτερικό περίβλημα ψυγείου
nat.sc. κέλυφος m
skäl n ~et; pl. ~
gen. αιτιολογική σκέψη; αιτιολογικό m; αιτία m
construct. σταύρωμα στημονιού
industr., construct. σταύρωση κοντά στα μιτάρια; πέρασμα f
law σκεπτικό m
textile άνοιγμα f; στόμιο m
skål n ~en ~ar
gen. πρόποση
el. λεκανοειδής διάταξη φωτισμού; φωτιστικό τύπου λεκάνης
industr., construct., met. λεκάνη τροφοδοσίας στάγματος; κύπελλο m