DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skàdestånd n ~et; pl. ~
gen. βλάβες
econ. αποζημίωση
environ. αντιστάθμιση; εγγύηση αποζημίωσης; αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση
law, environ. χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης