DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skàda v
gen. αλλοίωση; φθορά; τραυματίζω; τραυματισμός; πληγώνω
econ. ζημία; αρνητική χρησιμότητα
environ. βλάβη; ελάττωμα; κάκωση; πληγή; τραύμα; βλάβη/ζημία/ελάττωμα; βλάβη/τραύμα/τραυματική αλλοίωση/τραυματισμός; κάκωση/τραύμα/πληγή/βλάβη
forestr. ζημιά
law προξενώ ζημία; προκαλώ βλάβη; είμαι βλαπτικός
law, fin., transp. ζημιές
skadad v
gen. φθαρμένος; παραλλαγμένος
forestr. αλλοιωμένος; χαλασμένος; πληγωμένος; τραυματισμένος
skadade v
gen. αλλοιωμένος; ελλιπής
skå̀da v
gen. βλέπω