DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skärv n ~en ~ar
chem. πηλός,μάζα m
skarv n ~en ~ar
commun., IT ένωση οπτικών κυματοδηγών
construct. σύνδεσμος
el. ένωση καλωδίων; συγκόλληση; συνένωση καλωδίων
industr., construct. αρμός; συναρμογή
met. σύνδεση
tech., industr., construct. σημείο συγκόλλησης