DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skärmaskin n ~en ~er
industr., construct., met. λάμα κόφτη
tech., industr., construct. εξοπλισμός για καθάρισμα και ξύρισμα; μηχανή κοπής-ξυράφι; μετατροπέας συνεχών ινών σε ασυνεχείς; staple κόφτης