DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skärm n ~et; pl. ~
agric. μητρική συστάς; παρακράτημα f
commun., IT, nat.sc. μηνυτήρας f; μηνύτορας f
econ. οθόνη
el. θωράκιση; πλέγμα; πλεξίδα f
environ. διάταξη θωράκισης
health. προστατευτική προσωπίδα; προσωπίδα
IT, dat.proc. εξοπλισμός με οθόνη οπτικής απεικόνισης; οθόνη εμφάνισης
stat., el. σκιάδα f
transp., el., construct. φράγμα f; φραγμός m