DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skägg n ~et; pl. ~
gen. γενειάδα
el. περίσσευμα
industr., construct., chem. περίσσεια χύτευσης
met. περιμετρική διόγκωση άκρων; συσσώρευση σκουριάς
met., mech.eng. τσαπάκι; πτερύγιο m